- νεωτερισμοῦ
- νεωτερισμόςattempt to changemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… … Dictionary of Greek
μοντέλο — το 1. πρόσωπο ή πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί ως πρότυπο, ως υπόδειγμα, ένας καλλιτέχνης, κυρίως ζωγράφος ή γλύπτης 2. είδος νεωτερισμού (κυρίως φόρεμα ή καπέλο ή υπόδημα, που κατασκευάζεται για να εκτεθεί και να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα 3. καθετί … Dictionary of Greek
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… … Dictionary of Greek
Βαλέρα ι Αλκαλά Γκαλιάνο, Χουάν — (Juan Valera y Alcalα Galliano, Κάμπρα, Κόρδοβα 1824 – Μαδρίτη 1905). Ισπανός συγγραφέας και πολιτικός. Ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και έζησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό: Ιταλία, Πορτογαλία, Βραζιλία, Γερμανία, Ρωσία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Αυστρία κ.α … Dictionary of Greek
Ζηλωτές — I Οπαδοί θρησκευτικής αίρεσης που αναφέρονται στη Βίβλο. Η αίρεση εμφανίστηκε στην Ιουδαία κατά το β’ μισό του 1ου αι. π.Χ. Οι ρίζες της ανάγονται στην εποχή των Μακκαβαίων. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απέκτησε και πολιτικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μπουτρού, Εμίλ — (Emile Boutroux, Μονρούζ 1845 Παρίσι 1921). Γάλλος φιλόσοφος, ιδρυτής της σχολής της συμπτωσιαρχίας. Μαθητής του πνευματοκρατικού Ραβεσόν, δίδαξε στην Ecole Normale Superieure και στη Σορβόνη. Εκτός από τις πολλές μελέτες του επί της ιστορίας της … Dictionary of Greek